Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

υποκειμενικός (αντικειμενικός)

См. также в других словарях:

  • υποκειμενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική») 2. (κατ επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός 3.… …   Dictionary of Greek

  • υποκειμενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με το υποκείμενο (βλ. λ.), με το πρόσωπο, που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, άσχετα αν συμφωνεί με τα πράγματα (αντίθ. αντικειμενικός): Υποκειμενική άποψη. 2. (φιλοσ.), αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… …   Dictionary of Greek

  • ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»